-
1 ἐμ-ποιέω
ἐμ-ποιέω, hineinmachen; πύλας ἐν πύργοις, in die Thürme Thore machen, Il. 7, 438; ἐν τοῖς καπηλείοις λάκκους ὕδατος Ar. Eccl. 154; ἴχνεσιν ἴχνη Xen. Cyn. 5, 20; Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο, Tänze auf dem Helikon anstellen, Hes. Th. 7; übh. hineinthun, ἐς τὰ Μουσαίου χρησμόν, einschieben, Her. 7, 6, u. öfter vom Geist:. κακόν τι ταῖς ψυχαῖς Plat. Phaed. 115 e; worin erregen, σκοτοδινίαν ὑμῖν Legg. X, 892 e; ῥώμην Phaedr. 270 b; αἰσϑήσεις, μῖσος, Theaet. 167 b Rep. I, 351 d; ἀλγηδόνας καὶ ἡδονάς V, 464 d; ἔρωτά τινι Conv. 186 e; ἐπιϑυμίαν Tim. 91 b, wie Thuc. 4, 81; τὸν πλεῖστον φϑόρον τοῦτο ἐνεποίει Thuc. 2, 51, verursachen; ταραχάς, λήϑην τινός, Isocr. 4, 104. 5, 37, wie Dem. 19, 3; χρόνου διατριβήν, Aufenthalt, Verzögerung verursachen, Thuc. 3, 38; so χρόνους τοῖς πράγμασι Dem. 9, 71 u. öfter, wie τριβήν Pol. 22, 10, 6; – ἐμποιῆσαι τοῖς παροῦσιν ὡς πειστέον εἴη τῷ Κλεάρχῳ, die Ueberzeugung beibringen, daß man dem Klearch gehorchen müsse, Xen. An. 2, 6, 8; vgl. Oec. 21, 7.
-
2 ἐμποιέω
A make in, ἐν δ' αὐτοῖσι (sc. πύργοις)πύλας ἐνεποίεον Il.7.438
, cf. Ar.Ec. 154:—[voice] Med.,Ἑλικῶνι Χοροὺς ἐνεποιήσαντο Hes.Th.7
, cf. PFlor.212.10 (iii A. D.):—[voice] Pass., Χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη introduced by the poet's art, Ar.Av. 1301, v. Sch.3 foist in,ἐς τὰ Μουσαίου ἐ. Χρησμόν Hdt.7.6
; ; simply, insert, opp. ἐξαγρέω, Schwyzer 412.3 ([place name] Elis).II produce or create in,ἡ Χρεία καπήλων.. γένεσιν ἐ. τῇ πόλει Pl.R. 371d
; οἱ Χρηματισταὶ.. πολὺν τὸν κηφῆνα καὶ πτωχὸν ἐ. τῇ πόλει ib. 556a, etc.; δύναμιν (sc. τῇ πόλει) Isoc.9.47.2 of states of mind,ἐπιθυμίαν ἐ. τοῖς Ἀθηναίων ξυμμάχοις ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους Th.4.81
;κακόν τι ἐ. ταῖς ψυχαῖς Pl.Phd. 115e
; ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐ. Id.R. 590b;ἐλπίδας ἐ. ἀνθρώποις X.Cyr.1.6.19
;ψυχῇ ἐπιστήμην Id.Mem. 2.1.20
;ταραχήν τισι Men.Sam.9
: without a dat., produce, create, μῖσος, λήθην, Pl.R. 351d, Phlb. 63e, D.19.3; ; Χρόνους [ ψηφίς μασι] D.23.93;Χαράν X.Hier.8.4
; ὀργὰς καὶ λύπας ib. 1.28: c. inf. pro acc., ἐ. τινὶ ἀκολουθητέον εἶναι produce in one's mind the persuasion that he must follow, Id.Oec.21.7; folld.by ὡς .., Id.An. 2.6.8.3 of conditions, produce, cause, ὀδύνην, σηπεδόνας, Hp. Acut.16, Aret.SD1.9;φθόρον Th.2.51
;στάσεις Id.1.2
; πολέμους καὶ στάσεις ἡμῖν αὐτοῖς ἐ. Isoc.4.168;Χρόνου διατριβὴν ἐ. Th.3.38
; .III [voice] Med., ἐμποιεῖσθαι, = ἀντιποιεῖσθαι, lay claim to, , cf. AJA16.13 (Sardes, iv/iii B.C.), BGU13.13 (iii A.D.), etc.;τοῦ λαοῦ μου LXXEx.9.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποιέω
-
3 ἐμποιέω
ἐμ-ποιέω, hineinmachen; πύλας ἐν πύργοις, in die Türme Tore machen; Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο, Tänze auf dem Helikon anstellen; übh. hineintun, ἐς τὰ Μουσαίου χρησμόν, einschieben; öfter vom Geist; worin erregen; τὸν πλεῖστον φϑόρον τοῦτο ἐνεποίει, verursachen; χρόνου διατριβήν, Aufenthalt, Verzögerung verursachen; ἐμποιῆσαι τοῖς παροῦσιν ὡς πειστέον εἴη τῷ Κλεάρχῳ, die Überzeugung beibringen, daß man dem Klearch gehorchen müsse -
4 δια-τριβή
δια-τριβή, ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; – a) Verzögerung; διατριβὴν χρόνου ἐμποιεῖν, Thuc. 3, 38, wie Hdn. 3, 14, 9; ἐμβάλλειν, Plut. Nic. 20; διατριβῆς ἐγγινομένης, Thuc. 8, 9; Hdn. öfter; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern, Plut. Pericl. 12; Luc. D. mar. 6, 2. Aehnl. δ. ἔσται ἀμφὶ ταῦτα Xen. Cyr. 6, 1, 20; διατριβὴν ποιεῖσϑαι, zögern, Ggstz σπεύδειν, Isocr. 4, 164; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd, Xen. Hell. 6, 5, 89. – Vom Orte, wo man verweilt, Plat. Charm. 153 a. – b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium; διατριβὰς ποιεῖσϑαι περί τι, Lys. 16, 11; ἡ περὶ ταῦτα διατριβή Plat. Soph. 225 d; ᾡ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ δ. Conv. 177 e; οὐκ ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβω Aesch. 1, 121; u. so Folgde gew.; πρός τι, Aesch. 2, 38; ἐπί τινι, Ar. Ran. 1498; οἷς ἡ δ. ἐπὶ ταῖς τῶν πέλας ἁμαρτίαις Arist. rhet. 2, 6, von den κωμῳδοποιοί – Uebh. = Lebensart; Xen. Apolog. 30; Leben, ἐν ἄστει, Sp. Auch = Unterredung; Plat. Phaedr. 227 b; vgl. διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διέτριβον, Umgang, Aesch. 1, 147; Unterricht, Isocr. 12, 19; Vorlesung, Luc. Nigr. 25. – c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; δ. καὶ γέλωτα παρέχειν τινί Aesch. 1, 175; vgl. Plut. Alc. 13; διατριβὴν παρεῖχον εἰ c. opt. Timol. 11; συμποσίου διατριβὴν ἐξεῦρε Alexis Ath. XIV, 642 c; Vergnügungsort, Plut. Flam. 3. – d) feindliche Reibung, Zwist; πολιτικαί Dion. Hal. 10, 15.
-
5 διατριβή
διατρῐβή, ἡ,A wearing away, esp. of Time, way or manner of spending,χρόνου τε διατριβὰς.. ἐφηῦρε.. πεσσοὺς κύβους τε
pastimes,S.
Fr.479.2: hence, abs.,1 pastime, amusement, Ar.Pl. 923, Alex. 219.4, etc.;ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ δ. D.21.71
;γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινί Aeschin.1.175
, cf. Plu.Tim.11;τοῦ συμποσίου δ. Alex.185
;παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ.
materiem jocandi,Plu.
Per.4, cf. Jul.Or.2.52b; place of amusement, Men.481.10, Bato 2.4.2 serious occupation, study, etc.,τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. τεθραμμένους Pl.Tht. 172c
;διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι Lys.16.11
, cf. Is.11.37;πρός τι Aeschin.2.38
; ;ἡ δ. τὰ πολλὰ ἐν λόγοις Pl.Ly. 204a
.b discourse,τὰς ἐμὰς δ. καὶ τοὺς λόγους Id.Ap. 37d
, cf. Grg. 484e, Isoc.12.19, etc.;αἱ πολιτικαὶ δ. D.H.10.15
.c short ethical treatise or lecture,δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις Hermog. Meth.5
, cf. Suid.: title of works by Zeno, Cleanthes, etc.d school of philosophy, Ath.5.211d, al., Luc.Alex.5;Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal. 8.579
;Ἐπικούρου δ. Numen.
ap. Eus.PE14.5; also, a place of teaching, school,ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.Fr. 217
, cf. Phld.Acad.Ind.p.39 M., Luc.Nigr.25, Ath.8.350b.3 way of life, passing of time,δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.Nu. 1055
;δ. νέων ἐν δικαστηρίοις And.4.32
; ἡ ἐν Σικελίᾳ δ. stay there, Pl.Ep. 337e; ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὑγρῷ τὴν δ., ἐν τῇ γῇ, Arist. HA 487a20, Resp. 474b26;διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατ ρίβειν Aeschin. 1.147
.II in bad sense, waste of time, loss of time, delay, with or without χρόνου, E.Ph. 751, etc.;δ. ποιεῖσθαι Isoc.4.164
: pl.,δ. καὶ μελλήσεις Th.5.82
; χρόνου δ. ἐμποιεῖν, παρέχειν, Id.3.38, X.Oec.8.13, etc.;ἐμβαλεῖν Plu.Nic.20
; διατριβὴν ποτῷ ποιεῖν prolong a carouse, Alex.226.4.V sens. obsc., = συνουσία, Procop. Arc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατριβή
-
6 διατριβη
ἥ1) (тж. δ. χρόνου Thuc.) промедление, задержкаδιατριβῆς γιγνομένης Thuc. — так как произошла задержка;
μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν Isocr. — не терять времени;2) времяпрепровождение, занятиеδιατριβὰς ποιεῖσθαι ἐπί τι Lys. — проводить время в чем-л.;
ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβειν Aeschin. — заниматься неизвестными делами3) образ жизни(δουλοπρεπής Xen.; ἐν τῷ ὑγρῷ или ἐν ὕδατι, ἐπὴ τῶν πετρῶν Arst.; διατριβαὴ καὴ δίαιται ἐλευθέριοι Plut.)
4) беседа(διατριβὰς μετ΄ ἀλλήλων διατρίβειν Aeschin.; διαλεκτικὰς ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς Arst.)
τίς οὖν δέ ἦν ἥ δ. ; Plat. — о чем же это шла беседа?5) развлечение, забава(διατριβέν παρέχειν τινί Aeschin., Plut.)
6) место увеселений7) обучение, школа
См. также в других словарях:
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek